Ένα συγκινητικό άρθρο από τους New York Times για μια αγάπη «έντονη, αφοσιωμένη σε κάθε σου κίνηση, που δεν δίνει σημασία στα ψεγάδια σου».
Όταν μια Αμερικανίδα αρθρογράφος, η Margaret Renkl, έχασε το ηλικιωμένο της Ντάκσχουντ, έγραψε το παρακάτω, υπέροχο κείμενο με το οποίο θα ταυτιστούν όσους έχουν αγαπήσει ένα σκύλο – και κυρίως, όσοι έχουν αγαπηθεί από αυτόν. Ακολουθεί ένα απόσπασμά του:
«Για να καταλάβουμε πόσο βαθιά ενσωματωμένα είναι τα σκυλιά στη ζωή μας, ας σκεφτούμε τι συνέβη όταν η Emma, το 15 χρόνων Ντάκσχουντ μας, πέθανε τον περασμένο μήνα. Τρεις φίλοι μάς έφεραν λουλούδια. Ένας μάς έφερε σοκολατάκια. Ένας μάς έφερε μια σπιτική τάρτα φράουλας. Ένας μας έφτιαξε φαγητό και έγραψε ένα ποίημα. Δύο κοριτσάκια που την αγαπούσαν έφτιαξαν κηροπήγια. («Χρειάζομαι λίγο νερό, λίγη κόλλα, ένα βαζάκι και πολλή χρυσόσκονη», είπε η 7χρονη στον πατέρα της.) Στο Facebook, 158 άνθρωποι μας έγραψαν μηνύματα παρηγοριάς.
Αυτό το κύμα καλοσύνης μού θύμισε τις μέρες μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας μου, όταν είχα την εντύπωση πως όλοι όσους ήξερα μάς έφεραν λουλούδια και φαγητό και τρυφερά σημειώματα. Ίσως φαίνεται ασέβεια το να συγκρίνω την απώλεια έστω και του πιο αγαπημένου κατοικίδιου με εκείνη της αγαπημένης μου μητέρας, αλλά έχει κάποιο συναισθηματικό νόημα. Όλοι έχουν μητέρα, και η βαθιά θλίψη της απώλειάς της είναι κάτι που οι περισσότεροι κατανοούν ενστικτωδώς, ακόμα και αν η δική τους μητέρα είναι ακόμα εν ζωή και υγιής. Όλοι όσοι έχουν αγαπήσει ποτέ ένα σκύλο καταλαβαίνουν το αληθινό βάθος αυτής της απώλειας, ακόμα και αν δεν έχουν συναντήσει ποτέ το σκυλί για το οποίο πενθεί κάποιος.
Η Emma ήταν η αδυναμία της μητέρας μου, και η απώλειά της ήταν ένα διπλό πένθος. Μου λείπει ο αμίμητος τρόπος με τον οποίο καταβρόχθιζε τα σάντουιτς, που σκαρφάλωνε στη βιβλιοθήκη, που παραβίαζε τσάντες, που ξεκλείδωνε ντουλάπια, που έκλεβε σμούθι, που έδειχνε να χαμογελά πονηρά. Μου λείπει το πώς, ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, όταν ήταν σχεδόν τυφλή, απόλυτα κουφή και μερικώς παράλυτη, επιδίωκε να βρίσκεται ακριβώς δίπλα μου, σπρώχνοντας το κρεβατάκι της μέχρι να το φέρει κάτω από τα πόδια μου.
Μου λείπει εκείνη, αλλά μου λείπει και η φροντίδα της – το να την τρέχω τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο στην κτηνιατρική κλινική επειδή είχε καταβροχθίσει οτιδήποτε, από σοκολατάκια μέχρι ποντικοφάρμακο, το να της δίνω δύο φορές τη μέρα το φάρμακό της, το να σπρώχνω διαρκώς τις καρέκλες κάτω από το τραπέζι για να την εμποδίσω να σκαρφαλώσει πάνω. Φροντίζοντας την Emma ένιωθα σαν να φροντίζω τη μαμά μου, ακόμα και χρόνια αφού την είχα χάσει.
Εκείνο το μικρό σκυλάκι προκαλούσε στη μοναχική μου μητέρα απερίγραπτη αγανάκτηση και χαρά. Η Emma έσερνε την τσάντα της μαμάς μου κάτω από το κρεβάτι, σε ένα μέρος όπου η μαμά δεν μπορούσε να τη φτάσει ακόμα και αν ξάπλωνε στο πάτωμα. Η μαμά αρκούσε να σηκωθεί για μισό λεπτό από την καρέκλα της, για να βρει την Emma καθισμένη στη θέση της, να καταπίνει τον καφέ που είχε ακουμπήσει πλάι στην πολυθρόνα της και να αποτελειώνει την υπόλοιπη βρόμη. Οι μισές ιστορίες που έλεγε η μαμά μου στα εγγόνια της κάθε βράδυ ήταν ιστορίες για μένα, από την εποχή που ήμουν μικρό κορίτσι. Οι άλλες μισές ήταν για την Emma.
Ο σκύλος αγαπά έναν άνθρωπο όπως οι άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλο μόνο στην αρχή της αγάπης τους: με έντονη, αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση, δίνοντας προσοχή σε κάθε κίνηση που κάνει ο αγαπημένος τους, αδιαφορώντας για τα ψεγάδια, επιθυμώντας λίγο περισσότερα από το να είναι ο ένας κοντά στον άλλο, αγκαλιασμένος ο ένας με τον άλλο, να αγγίζονται ξανά και ξανά. Για τη μητέρα μου, που ποτέ δεν σταμάτησε να της λείπει ο πατέρας μου και που πιστεύω ότι ένιωθε πως ζούσε στο περιθώριο των πολυάσχολων ζωών των παιδιών της, η αγάπη από εκείνο το μικρό σκυλάκι ήταν θεόσταλτο δώρο.
Κάθε φορά που η μαμά επισκεπτόταν την αδερφή ή το αδερφό μου, άφηνε την Emma σε εμένα. Για μέρες, ο σκύλος καθόταν μπροστά στην πίσω πόρτα, την ίδια πόρτα που χρησιμοποιούσε κάθε βράδυ η μητέρα μου για να έρθει, μαζί με την Emma, για δείπνο στο σπίτι μας. Το παράθυρο σε εκείνη την πόρτα είναι το μοναδικό στο σπίτι μας που βρίσκεται αρκετά χαμηλά ώστε να μπορεί ένα Ντάκσχουντ να βλέπει έξω. Καθόταν λοιπόν μπροστά στην πόρτα και περίμενε. Περίμενε ασταμάτητα –είχε ανεξάντλητα αποθέματα χρόνου και υπομονής– μέχρι που τρεις μέρες, το πολύ μία εβδομάδα μετά, η μητέρα μου επέστρεφε πάντα σε εκείνη.
Δύο εβδομάδες μετά την κηδεία, η Emma εξαφανίστηκε από το πλάι μου. Εκείνο το μικροσκοπικό σκυλάκι με τις πιτσιλιές ήταν ταυτόχρονα πεισματάρικο και αόρατο: δεν ερχόταν ποτέ όταν το φώναζες και μπορούσε να εξαφανιστεί πίσω από τον πιο χαμηλό θάμνο, πίσω από το μικρότερο κλαδί δέντρου που είχε πέσει στο έδαφος. Έκανα την αυλή μας άνω κάτω αναζητώντας την. Όταν τελικά σκέφτηκα να ψάξω στο σπίτι της μαμάς, που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά του δρόμου μας, την εντόπισα στην πίσω πόρτα, να πηδάει και να την ξύνει προσπαθώντας να μπει μέσα. Την έξυνε με τέτοια ένταση, και για τόση ώρα, που η μπογιά της πόρτας είχε ξεφτίσει.
Αυτό σημαίνει να σε αγαπάει ένας σκύλος.